- ἀγωνισάμενος
- ἀγωνίζομαιcontend for a prizeaor part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύλοφος — η, ο (ΑΜ εὔλοφος, ον) αυτός που έχει ωραίο λοφίο («εὔλοφος κυνῆ», Σοφ.) μσν. αρχ. αυτός που υπομένει καλά τον ζυγό, ο ισχυρός, ο υπομονετικός («εὔλοφος αὐχήν», Δαμάσκ.). επίρρ... εὐλόφως (ΑΜ) 1. υπομονετικά 2. γενναία («ὁ δὲ πρὸς τοὺς ἐπαναστάτας … Dictionary of Greek
παραπλήσιος — α, ο / παραπλήσιος, ία, ον, θηλ. και ος, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά ή παραπλεύρως σε κάποιον 2. ο σχεδόν όμοιος με κάποιον, παρεμφερής, παρόμοιος 3. ο περίπου ίσος με κάποιον 4. συνομήλικος αρχ. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.)… … Dictionary of Greek